- εκδρομισμός
- ο1. η κίνηση για τη δημιουργία ομαδικών εκδρομών.2. το να κάνει κανείς εκδρομές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκδρομισμός — ο δραστηριοποίηση για τη διοργάνωση ομαδικών εκδρομών … Dictionary of Greek